Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος

Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος

Οι Ιερές Εικόνες, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, διαδόθηκαν από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, πρώτα βέβαια με την απλή μορφή των συμβόλων και αργότερα, όταν πια κατέπαυσε η απειλή των διωγμών, με σαφείς μορφές και παραστάσεις. Κάποιοι χριστιανοί, επηρεασμένοι από την ειδωλολατρική παράδοση και πρακτική, νόμιζαν πως οι εικόνες είναι σαν τα είδωλα. Έτσι, μερικοί από αυτούς τις λάτρευαν με έναν τρόπο παγανιστικό, ειδωλολατρικό, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αντικαθιστούν την Θεία Κοινωνία με ξύσματα από τα υλικά των εικόνων που τα διέλυαν στο νερό. Οι άλλοι, βλέποντας αυτές τις ακρότητες, τις απέρριπταν.



Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ
Η δεύτερη αυτή τάση εκδηλώθηκε με τις ενέργειες του Αυτοκράτορα Λέοντα του Γ΄, όταν το 726 με διαταγή του αφαιρέθηκε η εικόνα του Χριστού από την Χαλκή πύλη του Παλατίου. Επακολούθησε μια περίοδος μακρών συγκρούσεων ανάμεσα στους «εικονομάχους» και τους «εικονολάτρες», που παρά την διεξαγωγή της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου το787, έμελλε να ταλαιπωρήσει την Εκκλησία και την Αυτοκρατορία για πάνω από έναν αιώνα, μέχρι το 843. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου πολλές εικόνες βεβηλώθηκαν και καταστράφηκαν με ποικίλους τρόπους, μοναστήρια διαλύθηκαν, μοναχοί εξορίστηκαν και βασανίστηκαν για την στάση τους υπέρ των εικόνων. Τελικά η αναστήλωση των εικόνων και η αποκατάσταση της τιμής τους πραγματοποιήθηκε από την Θεοδώρα και τον ανήλικο γιο της αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Μάρτιο του 843. Από τότε, ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας γιορτάζεται κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Η Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκροτήθηκε το 787 στην Νίκαια από την ευσεβέστατη Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία, με την συμμετοχή 350 περίπου Επισκόπων, με προεδρέυοντα τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιο, και πλήθους μοναχών. Η Εικονομαχία καταδικάστηκε ως αίρεση και αποφασίστηκε η αναστήλωση των Ιερών Εικόνων. Η τιμή και προσκύνηση των Εικόνων διαχωρίστηκε από αντίστοιχες εκδηλώσεις των ειδωλολατρών με την διευκρίνιση και τον λεπτομερή προσδιορισμό του τελικού αποδέκτη της προσκύνησης: προσκυνάμε βέβαια την εικόνα, όμως η προσκύνηση δεν αναφέρεται στην εικόνα αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Ο Όρος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου είναι σαφής: «… οι ταύτας (= τας εικόνας) θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, ου μην την κατά την πίστην ημών αληθινήν λατρείαν, ή πρέπει μόνη τη θεία φύσει….. η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και ο προσκυνών την εικόνα προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν.»
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ - ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ
Μεγάλες μορφές στον αγώνα της Ορθοδοξίας ενάντια στην αίρεση της εικονομαχίας ανέδειξε η Εκκλησία μας τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό κατά την πρώτη φάση της εικονομαχίας (μέχρι το 787) και τον Όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη κατά την δεύτερη φάση, μετά την Σύνοδο. Και οι δύο Άγιοι αφιέρωσαν όλες τους τις δυνάμεις στην υπεράσπιση του ορθόδοξου φρονήματος. Ο κύριος όγκος των συγγραμμάτων τους αναφέρεται στην υπεράσπιση των εικόνων και την Θεολογική τεκμηρίωση του θέματος. Με τα ιδιαίτερα χαρίσματα που διέθεταν κατάφεραν να συσπειρώσουν τους μοναχούς αλλά και όλους τους εικονόφιλους χριστιανούς σε κοινό αγώνα. Εξορίστηκαν επανειλημμένα και υπέμειναν τα πάνδεινα υπερασπιζόμενοι την Παράδοση και την ορθή πίστη της Εκκλησίας. Κοντά σ’ αυτούς εξέχουσα θέση κατέχει και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος για την εμμονή του στην ορθή πίστη καταδικάστηκε στην εκκοπή του δεξιού του χεριού και της γλώσσας και σε εξορία, κατά την οποία άφησε την τελευταία του πνοή.
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Κύριο επιχείρημα της εικονοκλαστικής τάσεως ήταν ότι δεν μπορούμε να εικονίζουμε την μορφή του Χριστού, που είναι Θεός, γιατί ως Θεός είναι απερίγραπτος, και άρα η απεικόνισή Του είναι βλάσφημη ενέργεια. Οι Πατέρες συμφώνησαν ότι το Θείο είναι απερίγραπτο και ακατάληπτο, όμως ο Θεός με την σάρκωση και ενανθρώπησή Του πήρε ανθρώπινη μορφή στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, το οποίο είναι σαφώς περιγραπτό και υλικό. Η απεικόνιση λοιπόν της μορφής του Χριστού μας υπενθυμίζει αυτό το μεγάλο γεγονός της ενανθρωπήσεως του Θεού και της Θείας Οικονομίας που άνοιξε στην ανθρωπότητα τον δρόμο που θα την οδηγήσει και πάλι κοντά στον Πατρικό οίκο. Αντίστοιχα, η απεικόνιση των Αγίων μας βοηθά να θυμόμαστε τα γεγονότα του βίου τους, να διατηρούμε ζωντανό το παράδειγμά τους και να τους μιμούμαστε. Αυτή την Ορθή Πίστη διακηρύττουμε κάθε χρόνο την Κυριακή της Ορθοδοξίας, λιτανεύοντας τις Εικόνες και διαβάζοντας τις κυριότερες διακηρύξεις του Συνοδικού της Ορθοδοξίας, των πρακτικών δηλαδή της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου!
ΠΟΤΕ ΜΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ
Οικουμενική Σύνοδος, είναι εκείνη που:
1. Συγκλήθηκε από Αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με οικουμενική (παν-Ρωμαϊκή) εμβέλεια, αλλά φυσικά και πανχριστιανική.
2. Οι αποφάσεις της έγιναν αποδεκτές από ολόκληρη την ανά τον κόσμο Ορθόδοξη Εκκλησία, διαχρονικά.
3. Αποφάσεις της διατυπώθηκαν από Θεούμενο.
4. Οι αποφάσεις της υπεγράφησαν από τα Ρωμαϊκά Πατριαρχεία.
5. Ασχολήθηκε με σημαντικά Θεολογικά ζητήματα.
1η Οικουμενική Σύνοδος
325 μ.Χ. Νίκαια της Βιθυνίας. Συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Έλαβαν μέρος 318 επίσκοποι. Ασχολήθηκε με τη βλασφημία του Αρείου ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι κτίσμα και όχι ομοούσιος του Πατρός. Κανόνισε και την ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα. Τότε άρχισε να γράφεται το Σύμβολο της Πίστης.
2η Οικουμενική Σύνοδος
381 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον Μέγα Θεοδόσιο. Έλαβαν μέρος 150 Ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 Μακεδονιανοί. Προήδρευσε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Καταδίκασε και πάλι τον Άρειο, και την αίρεση του Μακεδονίου, ο οποίος δίδασκε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσμα του Θεού, γι’ αυτό και ονομάστηκε «πνευματομάχος».
3η Οικουμενική Σύνοδος
431 μ.Χ. Έφεσος. Συνεκλήθη από τον Θεοδόσιο τον Β΄. Δογμάτισε κατά του Νεστοριανισμού, στο Ναό της βασιλικής της Παναγίας με 200 επισκόπους. Καταδίκασε τον Νεστόριο επίσκοπο Κωνσταντινούπολης, και δογμάτισε ότι μπορεί η Παναγία να ονομάζεται και Θεοτόκος.
4η Οικουμενική Σύνοδος
451 μ.Χ. Χαλκηδόνα της Μ. Ασίας με 630 επισκόπους. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό και την αυτοκράτειρα Πουλχερία. Εκεί καταδικάστηκε ο Μονοφυσιτισμός.
5η Οικουμενική Σύνοδος:
5 Μαϊου ως 21 Ιουνίου του 553 μ.Χ., με 165 πατέρες. Συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Καταδίκασε τον Ωριγενισμό, τον Νεστοριανισμό, κ.λ.π. αιρέσεις.
6η Οικουμενική Σύνοδος:
680 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πωγωνάτο. Παραβρέθηκαν από 150 - 289 επίσκοποι. Καταδίκασε την αίρεση του Μονοθελητισμού. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει και Θεία και ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία.
Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος
691 μ.Χ. Κωνσταντινούπολις. Συνεκλήθη από τον Ιουστινιανό τον Β΄ και έγινε «εν Τρούλλω του Παλατίου», οπότε ονομάσθηκε: «Εν Τρούλλω». Δεν ήταν ανεξάρτητη Σύνοδος, αλλά συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων, της 5ης και της 6ης, γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε: «Πενθέκτη», ως τμήμα εκείνων των Συνόδων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.
7η Οικουμενική Σύνοδος
787 μ.Χ. Νίκαια της Βιθυνίας, στο ναό της Αγίας Σοφίας. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία. Παρεβρέθηκαν 367 πατέρες. Στερέωσε και προφύλαξε τις εικόνες αναθεματίζοντας την εικονομαχία και καταδικάζοντας την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδος. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι που είδαμε.
8η Οικουμενική Σύνοδος
879-880 μ.Χ. Κωνσταντινούπολις. Συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα. Ηγήθηκαν ο Ορθόδοξος τότε Πάπας της Ρώμης Ιωάννης Η΄ (872-882) και ο Πατριάρχης της Κων/πόλεως Νέας Ρώμης Μεγάλος Φωτιος (858-867, 877-886). Επεκύρωσε τις αποφάσεις της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, και καταδίκασε το Φιλιόκβε, που μόλις τότε είχε αρχίσει να επιβάλλεται. [Kαταδίκασε τις αιρετικές Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Άαχεν (809)].
9η Οικουμενική Σύνοδος
1341 μ.Χ. Δογμάτισε για την άκτιστη Ουσία και την άκτιστη Ενέργεια του Θεού, καθώς επίσης και για τον Ησυχασμό, καταδικάζοντας τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό. Έτσι η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με θεολογικά ζητήματα, συγκλήθηκε από αυτοκράτορα, (Συνοδικός Τόμος του 1341) και συμμετείχε Θεούμενος (Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς), και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από ολόκληρη την Εκκλησία. Συνεπώς και η Σύνοδος αυτή έχει αξία Οικουμενικής Συνόδου. Η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος το 1341 καταδίκασε τον πλατωνικό μυστικισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, ο οποίος είχε έρθει από τη Δύση ως προσήλυτος στην Ορθοδοξία. Φυσικά η απόρριψη του πλατωνικού τύπου μυστικισμού ήταν παραδοσιακή πρακτική των Πατέρων.
Γενικά για τις Οικουμενικές Συνόδους
Οι ανωτέρω εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι, δημοσιεύτηκαν ως ρωμαϊκοί νόμοι υπογεγραμμένοι από τον Αυτοκράτορα αφού προηγουμένως τα πρακτικά τους υπογράφτηκαν από τους πέντε ρωμαίους Πατριάρχες, τους Μητροπολίτες και επισκόπους τους. Ο Αυτοκράτορας συγκαλούσε αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους σε συνεργασία με τα Πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία της
α) Πρεσβυτέρας Ρώμης
β) Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης,
γ) Αλεξανδρείας,
δ) Αντιοχείας, στα οποία προστέθηκε το 451
ε) των Ιεροσολύμων.
Εξαιρείται η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος του 1341 που τα πρακτικά της προσυπέγραψαν μόνο τέσσερις ρωμαίοι Πατριάρχες και επικύρωσε ο ρωμαίος αυτοκράτορας. Απουσίαζε τώρα το Πατριαρχείο της Πρεσβυτέρας Ρώμης που εν τω μεταξύ είχε καταληφθεί βίαια από τους Φράγκους, Λογγοβάρδους, και Γερμανούς με τη βοήθεια των Νορμανδών. Μία σφοδρή επίθεση που ξεκίνησε το 983 και ολοκληρώθηκε το 1009 - 1046. Μετά το 1045 οι Πάπες της Ρώμης εκτός του Βενέδικτου του 10ου (1058-9), δεν ήσαν πλέον Ρωμαίοι αλλά μέλη της φραγκολατινικής αριστοκρατίας που είχε υποδουλώσει τον ρωμαϊκό πληθυσμό.
Μετά τη πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του αυτοκράτορα, το 1453 τα τέσσερα ρωμαϊκά Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων συνέχισαν να συγκαλούν Συνόδους με τις οποίες συνέχισαν τη παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων. Ο μόνος λόγος που αυτές οι Σύνοδοι δεν ονομάστηκαν «Οικουμενικές» είναι γιατί ο τίτλος αυτός σημαίνει «Αυτοκρατορικές», επειδή οι αποφάσεις αυτών των Συνόδων γίνονταν τμήμα του Ρωμαϊκού Δικαίου. Με άλλα λόγια οι αποφάσεις των ρωμαϊκών Συνόδων μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, αλλά όχι πλέον του αυτοκρατορικού Δικαίου. Δεν υπήρχε πλέον Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ρωμαίος αυτοκράτορας να εκδίδει ρωμαϊκούς Νόμους. Έτσι αυτές οι Εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν ταυτόχρονα και εκκλησιαστικοί Νόμοι και ρωμαϊκοί Νόμοι. Οι Σύνοδοι που συνήλθαν μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου με όχι μικρότερο κύρος από τις Οικουμενικές Συνόδους, εκτός από τη φαντασία των συγχρόνων Ορθοδόξων που έχουν εξαπατηθεί από την ρωσική Ορθοδοξία του Μέγα Πέτρου.
Έτσι υπάρχουν σήμερα Ορθόδοξοι που αυτοαποκαλούνται Εκκλησία των Επτά Οικουμενικών Συνόδων. Πολλοί (αδιάβαστοι) Ορθόδοξοι αγνοούν την Όγδοη και την Ένατη Οικουμενική Σύνοδο. Η Όγδοη Οικουμενική Σύνοδος το 879 απλά καταδίκασε αυτούς που «προσθέτουν» ή «αφαιρούν» από το Σύμβολο του 381 καθώς και όσους δεν αποδέχονται τη διδασκαλία περί Εικόνων της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου. Οι Φράγκοι που καταδικάζονται, προς το παρόν δεν αναφέρονται καθαρά, με σκοπό να τους δοθεί η ευκαιρία να αναθεωρήσουν.
Τεκμήρια της Οικουμενικότητας των Η΄ και Θ΄ Οικουμενικών Συνόδων
Τα χαρακτηριστικά της Οικουμενικότητας που αναφέρθηκαν παραπάνω, εξασφαλίζονται από την 9η (συν την Πενθέκτη) Σύνοδο. Τα χαρακτηριστικά αυτά που παρουσιάσθηκαν, έχουν αντληθεί από το βιβλίο του σεβασμιώτατου μητροπ. Ναυπάκτου, Ιεροθέου Βλάχου: «Εκκλησιαστικό Φρόνημα», (έκδοση Γενεθλίου της Θεοτόκου). Εκεί αναλύεται εκτενώς και η Οικουμενικότητα της Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου..
Βεβαίως και η ίδια η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος, όχι μόνο επανέλαβε πως η 7η, ήτο Οικουμενική (η οποία ως τότε δεν ήταν από ορισμένους δεκτή ως η 7η Οικουμενική), αλλά επιπλέον πολλές φορές στα πρακτικά της, αυτοαποκαλείται «Οικουμενική», και μάλιστα και στους ίδιους τους κανόνες της, (οι οποίοι έχουν γίνει αποδεκτοί απολύτως, από το παγκόσμιο Εκκλησιαστικό πλήρωμα της Ορθοδοξίας!) (Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα, 2, 705 κ.εξ., Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδου σελ. 363-364). Πως είναι δυνατόν, άλλωστε, μία Σύνοδος η οποία τάχα δεν είναι Οικουμενική (8η), να επικυρώνει μία άλλη, η οποία είναι Οικουμενική; (7η ). Με αυτή την λογική αμφισβητούμε εμμέσως και την 7η, χωρίς να το καταλαβαίνουμε!
Ο Θεόδωρος Βαλσαμών (τέλη 12ου αιώνος) στην ερμηνεία των κανόνων αυτών, την αποδέχεται ως Η΄ Οικουμενική, ο Ρόδου Νείλος (+1379) την ονομάζει «Ογδόη Οικουμενική», και άλλοι (J.Hergenrother, Photius II, σελ. 539 κ.εξ.).
Φυσικά σε αυτές τις θέσεις, συμφωνεί και ο μεγαλύτερος Ορθόδοξος Θεολόγος του 20ού αιώνα, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, (απόφοιτος του Ελληνικού Κολεγίου Μπρούκλαϊν της Μασαχουσέτης, της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γέηλ, Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (School of Arts and Sciences) και ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου στην Θεσσαλονίκη και Επισκέπτης Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού του Πανεπιστημίου Μπαλαμάντ, του Λιβάνου από το 1970. Σπούδασε ακόμη στο Ρωσικό Σεμινάριο του Αγίου Βλαδίμηρου της Νέας Υόρκης, στο επίσης Ρωσικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι και στο Μόναχο της Γερμανίας). Ο π. Ι. Ρωμανίδης παρουσιάζει σε εκτενείς του αναφορές τις δύο αυτές τελευταίες Οικουμενικές Συνόδους. Χαρακτηριστικός ο τίτλος ενός από τα συγγράμματά του, είναι ο εξής: «Η θεραπεία της ασθένειας της θρησκείας οι Εννιά Οικουμενικές Σύνοδοι και οι λοιπές Εκκλησιαστικές Σύνοδοι μέχρι το 1453».
Ασφαλώς και άλλοι σύγχρονοι μεγάλοι Ορθόδοξοι Θεολόγοι αποδέχονται σωστά και τις εννέα Οικουμενικές Συνόδους, όπως ο πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Είναι όμως απαραίτητο, να μη μείνουμε σε απλά ονόματα θεολόγων, ούτε καν επισκόπων, αλλά να επιζητήσουμε και επίσημη αποδοχή για τις θέσεις αυτές, από την Παγκόσμια Ορθόδοξη Εκκλησία. Μια τέτοια αναφορά λοιπόν, που ακυρώνει οποιαδήποτε αμφισβήτηση για το ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι δεν είναι μόνο 7, είναι μία επιστολή που έστειλαν στον Πάπα όλα τα Πατριαρχεία (εκτός Ρωσίας) το 1848. Η Επιστολή υπογράφεται, όχι μόνο από τους Πατριάρχες, αλλά και ονομαστικά από τους Επισκόπους των Ιερών Συνόδων τους. Αναφέρεται ξεκάθαρα η 8η Οικουμενική Σύνοδος, στην οποία καταδικάστηκε το γνωστό Φιλιόκβε, και στην οποία μετείχε και ο Πάπας, ο οποίος τότε ήταν ακόμα Ορθόδοξος. Μπορεί κανείς να υποθέσει πως δεν ήξεραν τότε, ούτε οι Πατριάρχες, ούτε τα μέλη των Ι. Συνόδων, πως τάχα οι σύνοδοι είναι επτά; Αδύνατον να μη βρέθηκε ούτε ένας από όλους αυτούς που υπέγραψαν στο τέλος της επιστολής, που να μην πει: «Αφού οι Σύνοδοι είναι 7, πώς εμείς μιλάμε για την 8η;»! Ήξεραν πως οι Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν περισσότερες.
Ένα ενδιαφέρον γεγονός είναι επίσης και αυτό: Η Παπική «Εκκλησία», εξέδωσε το 1907 την λεγόμενη «Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» , στην οποία περιγράφει την Οικουμενική Σύνοδο του 879-880 λέγοντας πως: «Πρόκειται για την λεγομένη «Psuedosynodus Photiana» (= «Ψευδοσύνοδο του Φωτίου») την οποία οι Ορθόδοξοι μετρούν ως την Όγδοη Γενική Σύνοδο». [http://www.newadvent.org/cathen/04312b.htm]. Από αυτό γίνεται φανερό πως οι και Παπικοί γνώριζαν πολύ καλά, ποιες ήταν οι Ορθόδοξες σύνοδοι, ακόμα και τότε. Και ενώ οι Παπικοί είχαν κάθε συμφέρον να αποκρύψουν αυτή την σύνοδο, μια και καταδικάζει το Φιλιόκβε, δεν το κάνουν , αλλά απλά την δυσφημούν. Προφανώς, επειδή ήταν ακόμα κάτι αρκετά γνωστό σε όλους και η απόκρυψη της θα έπεφτε στο κενό.
Ερωτήματα για όσους πιστεύουν σε 7 μόνο Οικουμενικές Συνόδους
Κατόπιν των ανωτέρω, όσοι θεωρούν ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι μόνο 7, οφείλουν να δώσουν επαρκείς και τεκμηριωμένες απαντήσεις στις εξής ερωτήσεις:
1. Πού έχουν λάθη τα κριτήρια Οικουμενικότητας που αναφέρθηκαν στο άρθρο αυτό, και γιατί;
2. Αν έχουν λάθη, τότε με ποια διαφορετικά κριτήρια πρέπει να αντικατασταθούν, και με ποια Εκκλησιολογική, Ιστορική και Θεολογική βάση;
3. Με ποια λογική είναι δυνατόν μία μη-οικουμενική Σύνοδος, όπως αποκαλείται από πολλούς η όγδοη, να έχει την αξίωση να επικυρώνει μία άλλη που είναι Οικουμενική; (βλ. έβδομη). Είναι δυνατόν να μην είναι Οικουμενική σύνοδος η 8η και παρόλα αυτά να γίνεται προσφυγή σε αυτήν για την εγκυρότητα της Οικουμενικότητας της 7ης; Αν δεν είναι Οικουμενική η όγδοη, τότε ούτε η 7η τι είναι;
4. Γιατί θα έπρεπε να απορριφθούν οι θέσεις μεγάλων θεολόγων της Εκκλησίας, σαν τους ανωτέρω που αναφέρθηκαν, και να γίνουν δεκτές θέσεις άλλων που δεν δέχονται τις δύο τελευταίες Οικουμενικές Συνόδους; Ποια είναι τα ασφαλή κριτήρια;
5. Ποιο σημαντικότερο τεκμήριο υπάρχει, ώστε να απορριφθεί η υπογραφή των Ιερών Συνόδων των Πατριαρχείων στην επιστολή του 1848 που προαναφέρθηκε και ποια παρόμοια Πατριαρχική απόφαση όλων αυτών των Πατριαρχείων, είναι ικανή να ανατρέψει την παραδοχή αυτή, για περισσότερες των 7 Οικουμενικών Συνόδων;
Εάν λοιπόν τα ανωτέρω ερωτήματα απαντηθούν τεκμηριωμένα και με επιχειρήματα ανάλογης βαρύτητας με αυτά που παρουσιάστηκαν, τότε ίσως υπάρχει η πιθανότητα να είναι οι Οικουμενικές Σύνοδοι όχι 9, αλλά 7, όπως νομίζουν πολλοί. Σε κάθε άλλη περίπτωση παραμένουν 9 ως πάντοτε ήταν.
Πηγές
1.http://www.romanity.org/htm/rom.e.00.vasikes_theseis_autou_tou_website.htm,π. Ιωάννης Ρωμανίδης2. http://www.pelagia.org/htm/b12.e.ecclesia_kai_ecclesiastiko_fronima.00.htm, Σεβ. Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος3. Σεβ. Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος, «Εκκλησιαστικό Φρόνημα», έκδοση Γενεθλίου της Θεοτόκου4.http://www.geocities.com/trvalentine/orthodox/8-9synods.html, πρωτ. π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών: 5.http://www.geocities.com/trvalentine/orthodox/dragas_eighth.html, Πρωτ. π. Γεώργιος Δράγας, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Τιμίου Σταυρού Βοστώνης:6.http://www.oodegr.com/english/ekklisia/synodoi/ogdoh1.htm,Ντοκουμέντο επιστολής του 1848, στο οποίο οι Ιερές Σύνοδοι των Πατριαρχείων, αναφέρονται σαφώς και ονομαστικώς στην 8η Οικουμενική Σύνοδο7.http://www.oodegr.com/oode/dogma/synodoi/synodoi1.htm8. Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα, 2, 705 κ. ΕΞ.9.Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδου10.Hergenrother, Photius II11.http://www.newadvent.org/cathen/04312b.htm
ΠΑΠΙΣΜΟΣ 
ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑ & Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ
Το παπικό δόγμα για το αλάθητο του Πάπα, όπως παρουσιάζεται στην Α΄ Βατικάνιο Σύνοδο του 1870, είναι το εξής: «Το δόγμα που διδάσκει ως αποκαλυφθείσα αλήθεια ότι ο Ρωμαίος Ποντίφικος όταν ομιλεί εκ καθέδρας, δηλαδή όταν υπό την ιδιότητα του ποιμένα και διδάσκαλου όλων των χριστιανών, δυνάμει της υπέρτατης αποστολικής του εξουσίας, ορίζει ότι κάποια διδασκαλία που αφορά στην πίστη και τη χριστιανική ηθική πρέπει να γίνει αποδεκτή ως αληθής από ολόκληρη την Εκκλησία, βάσει της Θείας Επιφοιτήσεως υποσχεθείσης σ’ εκείνον δια του αποστόλου Πέτρου, τότε χαίρει του αλαθήτου εκείνου που ο Θείος Λυτρωτής θέλησε να χαρίσει στην Εκκλησία του» Χρησιμοποιείται απ΄τους Παπικούς ως απόδειξη για το υποτιθέμενο αλάθητο του Πάπα το εξής εδάφιο της Καινής Διαθήκης:(Κατά Ματθαίον, Κεφ. Ιστ΄ «16 ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. 17 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ' ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 18 κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. 19 καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.»
Θεμέλιο της Εκκλησίας είναι η ομολογία του Πέτρου, οποίος πρώτος παραδέχτηκε ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού. Αυτό φαίνεται απ’ το γεγονός ότι ο Ιησούς λέει «ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ» και όχι «ἐπὶ σε». Εξάλλου, η εξουσία που δόθηκε στον Πέτρο δόθηκε και στους υπόλοιπους αποστόλους. Είπε ο Χριστός: (Κατά Ματθαίον, Κεφ Ιη΄«18 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ.»). Τα κλειδιά της Βασιλείας των Ουρανών είναι η εξουσία των αποστόλων να συγχωρούν τους ανθρώπους με αποτέλεσμα εκείνοι να μπουν σε αυτήν, να ανοίγουν την πόρτα της δηλαδή.
Βλέπουμε επίσης πως ακόμη και ο άγιος Πέτρος είχε κάνει κάποια σφάλματα, αλλά διορθώθηκε από τον απόστολο Παύλο! (Προς Γαλάτας Κεφ β,΄ 11-21) Όταν έγινε Αποστολική Σύνοδος στα Ιεροσόλυμα, πρόεδρος ήταν ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Ιάκωβος ο Αδελφόθεος και όχι ο Πέτρος (Πράξεις , Κεφ. Ιε΄). Αυτό αποδεικνύει το πόσο παράλογες είναι οι αξιώσεις του επισκόπου Ρώμης για πρωτείο και αλάθητο...
Ο Πάπας Ονώριος ο Α΄ (625-638) όχι μόνο δεν είχε αλάθητο, αλλά ασπάστηκε και τον Μονοθελητισμό! Έγραψε το 634μ.Χ. σε επίσημη απαντητική επιστολή προς τον Μονοθελήτη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο «όθεν και έν θέλημα ομολογούμεν του Κυρίου Ιησού Χριστού». Αναθεματίζεται ξεκάθαρα ως επίσκοπος Παλαιάς Ρώμης από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο μαζί με τους επισκόπους Σέργιο, Θεόδωρο, Κύρο, Πέτρο, Πύρρο και Παύλο (Αποφάσεις 13, 16, 18). Επίσης αποκαλείται όργανο του αρχαίου όφεως και εμπόδιο για την Εκκλησία (Απόφαση 18). Είχε κατηγορηθεί στον αυτοκράτορα μάλιστα από τον ίδιο τον Πάπα Ρώμης Αγάθωνα (Απόφαση 13).
 Ο Charles Hefele γράφει: «Είναι ξεκάθαρο ότι ο Πάπας Λέων ο Β΄ επίσης αναθεμάτισε τον Ονώριο σε ένα γράμμα προς τον αυτοκράτορα, επιβεβαιώνοντας τις αποφάσεις της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στο γράμμα του προς τους ισπανούς επισκόπους και στο γράμμα του προς τον Ισπανό βασιλιά (Πηγή: Ervig. Charles J. Hefele, «A History of the Councils of the Church», Edinburgh: Clark, 1896, Volume V, pp. 181-187)
Συνεπώς ο Πάπας δεν είναι αλάθητος, ακόμη και αν μιλά «υπό την ιδιότητα του ποιμένα και διδάσκαλου όλων των χριστιανών». Επίσης είναι φανερό ότι πριν το σχίσμα δεν υπήρχε η παράλογη διδασκαλία περί παπικού αλαθήτου, παρ’ όλο που ο Πάπας κατείχε σπουδαία θέση στην Εκκλησία.
Μήπως όμως ήταν και ο Πάπας Γρηγόριος Θ΄ (1227-1241), που το 1233 έδωσε επίσημα διαταγή να ξεκινήσει η κτηνώδης «Ιερά Εξέταση», αλάθητος;
Επιπλέον, κάποιοι Πάπες διαφωνούσαν μεταξύ τους πάνω σε ορισμένα δογματικά θέματα. Άρα κάποιος Πάπας είχε άδικο. Για παράδειγμα, ο ορθόδοξος Πάπας Λέων ο Γ΄ (796-816) πολέμησε με επιμονή το filioque ενώ ο Πάπας Σέργιος Δ (1009-1012) το έβαλε αυθαίρετα στο Σύμβολο της Πίστεως. Ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ' έσβησε το 1969 τα ονόματα αρκετών αγίων, όπως η Αγία Βαρβάρα, από το Ρωμαϊκό Εορτολόγιο. Έτσι αψήφησε την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, αλλά και τους προγενέστερους Πάπες. Γίνεται να είναι όλοι αλάθητοι και μεταξύ τους να διαφωνούν;
ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
Διά μέσω της εν Τριδέντω συνόδου οι παπικοί αναθεματίζουν (εξοβελίζουν εκτός Εκκλησίας) τούς Αποστόλους, τούς Πατέρες της Εκκλησίας και Αυτόν τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό.του Δ. Χ.
Η εν Τριδέντω σύνοδος του Παπισμού (1545-1563) θεωρείται υπ αυτού «Οικουμενική» και «κατέχει την πρώτην θέσιν εις την λίσταν των γενικών συνόδων», διότι επαναπροσδιώρισε το Λατινικό δόγμα και εισήγαγε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, γεγονότα πού είχαν σπουδαιότατες επιδράσεις τόσο εντός όσο και εκτός του Παπισμού [1]. Σε λίγους, όμως, είναι γνωστό ότι, όπως γράφει ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων, η εν λόγω σύνοδος «αναθεματίζει την Καθολική Εκκλησία, τούς αγίους πατέρας, τούς Αποστόλους, και αυτόν τον Χριστόν» [2]! Σκοπός του παρόντος είναι να καταστήση τις βλασφημίες αυτές ευρύτερα γνωστές. Κυρία πηγή μας είναι τα πρακτικά της εν λόγω συνόδου [3]. Θα αναφερθούμε σε λίγα μόνο σημεία.
1. Τρίτη συνεδρία (Φεβρ. 1546), Όρος που αφορά το Σύμβολο της Πίστεως. Αφού παρατίθεται το Σύμβολο με την προσθήκην του filioque, παραγγέλλεται ότι «όλοι όσοι δηλώνουν Χριστιανοί συμφωνούν απαραιτήτως» με αυτό, αλλιώς είναι αιρετικοί. Έτσι, αναθεματίζεται η Εκκλησία και οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι θέσπισαν το Σύμβολο χωρίς την προσθήκη.
2. Εβδόμη συνεδρία (Μάρτιος 1547), Κανόνες επί του Βαπτίσματος, Κανών 3: «Εάν τις είπη ότι εις την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, η οποία είναι η μήτηρ και κυρία όλων των Εκκλησιών, δέν υπάρχει το αληθινόν δόγμα σχετικώς προς το μυστήριον του βαπτίσματος, ας είναι ανάθεμα». Όπως γράφει ο Δοσίθεος, «η καθολική Εκκλησία [δηλαδή η Ορθόδοξος] από των Αποστόλων παραλαβούσα, βαπτίζει εις τρεις καταδύσεις και αναδύσεις δια το τρισυπόστατον της Θεότητος και την τριήμερον Ανάστασιν». Οι δε παπικοί, που καινοτόμησαν το βάπτισμα, αναθεματίζουν με την εν λόγω σύνοδο όποιον λέει ότι η καινοτομία αυτή δεν ήταν καλή. Τουτέστιν, αναθεματίζουν την καθολική Εκκλησία, τούς αγίου πατέρες και τούς Αποστόλους, οι οποίοι άφησαν σαφή παραγγελία για την τελετουργίαν του βαπτίσματος [4].
3. Συνεδρίαι 13 (Οκτ. 1551) και 21 (Ιούλ. 1562), Όροι και κανόνες αφορωντες το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας. Εδω οι παπικοί καινοτόμησαν το μέγα τούτο μυστήριο κατά δύο τρόπους. Πρώτον, απεφάσισαν ότι δέν είναι απαραίτητο να μεταδίδωνται τα θεια δώρα και με τα δύο είδη, του άρτου και του οίνου, αλλ αρκεί το ένα ειδος. Δεύτερον, απεφάσισαν ότι δέν είναι απαραίτητο να μεταδίδωνται τα θεια δώρα και στα παιδιά. Αναθεματίζουν δε όσους λένε ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές δέν εγιναν Ορθά. Συγκεκριμένα, στο τεταρτο κεφαλαίο της 21ης συνεδρίας εθέσπισαν τούς ακολουθους κανόνες:
Κανών 1: Εάν τις είπη ότι έκαστος και όλοι οι πιστοί του Χριστού υποχρεούνται, είτε κατόπιν εντολής του Θεού είτε από την ανάγκην δια την σωτηρίαν των, να λαμβάνουν και τα δύο είδη του αγιωτάτου μυστηρίου της Ευχαριστίας, ας είναι ανάθεμα.
Κανών 2: Εάν τις είπη ότι η αγία Καθολική Εκκλησία δέν ώρισεν δικαίως ότι οι λαϊκοί και οι κληρικοί πού δέν τελούν τον καθαγιασμόν των τιμίων δώρων πρέπει να κοινωνούν μόνον από το είδος του άρτου, ή ότι έχει σφάλλει εις το θέμα τούτο, ας είναι ανάθεμα.
Κανών 4: Εάν τις είπη ότι η κοινωνία της Ευχαριστίας είναι απαραίτητος δια τα μικρά παιδία πρίν αυτά φθάσουν εις ηλικίαν ώστε ν αποφασίζουν μόνα των, ας είναι ανάθεμα.
Όπως γράφει και πάλι ο Δοσίθεος, «ο Κύριος μόνος ώρισε, Λάβετε, φάγετε, και πίετε εξ αυτού πάντες, και οι άγιοι πατέρες ούτως εδέξαντο τούς λόγους του Κυρίου, ίνα πάντες οι Χριστιανοί δηλονότι τρώγωσι το σώμα και πίνωσι το αίμα, ο δε Πάπας εκαινοτόμησε κατά των αγίων και αυτού του Χριστού, και έκρινε τούς λαϊκούς μόνου του ενός είδους και ήτοι του άρτου κοινωνειν, τούτο δε εβεβαίωσαν πρότερον και εν Κωνσταντεία και Βασιλεία λατινικαί Σύνοδοι, απεδέχθη δε τούτο και η παρούσα μετά μεγάλης βλασφημίας, και γαρ αναθεματίζει τούς λέγοντας μη ευλόγως ποιησαι τούτο την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν». και συνεχίζει: «ο Κύριος είπε, Λάβετε, φάγετε, και πίετε εξ αυτού πάντες, και η καθολική Εκκλησία απ αρχης παρείχε την κοινωνίαν του Μυστηρίου και τοις παιδίοις, η δε ρωμαϊκή, ήτοι η παπική Εκκλησία διώρισε μόνον τούς μεγάλους μεταλαμβάνειν, ουμήν και τα παιδία, τούς δε λέγοντας μη ευλόγως ταύτα πεποιηκέναι την παπικήν Εκκλησίαν και διορίσαι, αναθεματίζει, και ούτω πάλιν αναθεματίζει την καθολικήν Εκκλησίαν, και τούς αγίους πατέρας, και αυτόν τον Χριστόν».
4. Εικοστή τετάρτη συνεδρία (Νοέμβριος 1563), Κανόνες αφορώντες το μυστήριον του γάμου, Κανών 7: «Εάν τις είπη ότι η Εκκλησία σφάλλει διδάσκουσα ότι συμφώνως προς το ευαγγελικόν και αποστολικόν δόγμα ο δεσμός του γάμου δέν δύναται να λυθή μονομερώς λόγω μοιχείας· και ότι αμφότεροι οι σύζυγοι, ή ακόμη και μόνον το αθώον μέλος πού δέν εμοίχευσε, δέν δύναται να συνάψη έτερον γάμον εν όσω ζη το έτερον μέλος· και ότι είναι ένοχος μοιχείας ο σύζυγος πού χωρίζει την μοιχαλίδα γυναίκα του δια να συζευχθή με άλλην, όπως είναι και η σύζυγος πού χωρίζει τον μοιχόν άνδρα της δια να συζευχθή με άλλον, ας είναι ανάθεμα»
Σχολιάζοντας ο Δοσίθεος τον εν λόγω κανόνα, γράφει ότι η σύνοδος «αναθεματίζει τούς δια μοιχείαν ποιουντας διαζύγιον, και ούτως αναθεματίζει τον ειπόντα, Όστις απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, και την καθολικήν Εκκλησίαν, και τούς αγίους πατέρας». Δηλαδή, ενώ ο Χριστός είπε λόγο[5] πού επιτρέπει το διαζύγιο λόγω πορνείας, οι παπικοί τον αναθεματίζουν για τον λόγο αυτό!
Λοιπόν, υπέρβαλλε ο «παπομάστιξ» Δοσίθεος όταν έγραφε ότι «ο παπισμός εστίν αντιχριστιανισμός» και «οι παπισταί μεμαρτυρημένοι ψευδοπλάσται»; Ή μήπως έλεγε ψέματα όταν περίγραφε γεγονότα όπως το εξής: «ίνα δείξωσιν εαυτούς οι Λατίνοι αρχαίους και αδυσωπήτους εχθρούς των ορθοδόξων, συνέτριψαν το Τέμπλον του εν Βηθλεέμ Ναού . . . εχλεύαζον και κατεπάτουν τον τίμιον Σταυρόν και τάς αγίας Εικόνας ως ζωγραφίας δήθεν των Ρωμαίων, την δε εν τη έμπροσθεν του αγίου τάφου καμάρα αγίαν τράπεζαν, ένθα οι Πατριάρχαι διένειμαν το άγιον φως, κατέσκαψαν»[6];
Σημειώσεις
[1] Βλ. Canons and Decrees of the Council of Trent, ΄Αγγλική μετάφρασις υπό Rev. H.J. Schroeder, O.P., Tan Books and Publishers, Illinois (1978), σελ. iii· καί ΄Εκκλησιαστική ‘Ιστορία: ΄Απ’ αρχης μέχρι σήμερον υπό ΄Αρχιμ. Β.Κ. Στεφανίδου, ΄Εκδ. Παπαδημητρίου, Β´ ΄Έκδ., 1959, σελ. 606-611. [2] Βλ. Δωδεκάβιβλος, Βιβλία ΙΑ´ καί ΙΒ´, ΄Εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 34-36.[3] Βλ. Canons and Decrees of the Council of Trent, έ.α. ‘Η μετάφρασις ειναι του γράφοντος.
[4] Βλ. 50όν Κανόνα των ‘Αγ. ΄Αποστόλων, Πηδάλιον, 11η ΄Έκδ., «΄Αστήρ», ΄Αθηναι, 1993, σελ. 62-63.[5] Βλ. Ματ. 5:32 καί 19:9.[6] Βλ. Δωδεκάβιβλος, έ.α., σελ. 19, 191 καί 211.
ΙΕΡΑ ΕΞΕΤΑΣΗ: ΙΔΡΥΣΗ ΑΠΌ ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑ
 Ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Δ΄ (1243-1254) εξέδωσε στις 15 Μαΐου 1252 την επίσημη βούλλα Ad Exstirpanda, με την οποία όρισε να βασανίζονται από τους Ιεροεξεταστές οι αιρετικοί (αληθινοί και μη) με μόνο περιορισμό την διατήρηση της ζωής και της αρτιμέλειας του θύματος. Η διαταγή αυτή επικυρώθηκε απ’ τον Πάπα Αλέξανδρο Δ΄ (1254-1261) στις 30 Νοεμβρίου 1259 και απ’ τον Πάπα Κλήμη Δ΄ (1265-1268) στις 3 Νοεμβρίου 1265... Αργότερα όμως αποφασίστηκε να θανατώνονται οι αιρετικοί. Ο Πάπας Λέων ο Ι΄ των Μεδίκων (1513-1521) στη βούλλα Exsurge Domine, που εκδόθηκε στις 15 Ιουνίου 1520, ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ ΜΕ ΖΗΛΟ την άποψη του Λούθηρου «ότι η καύση των αιρετικών είναι αντίθετη στο θέλημα του Αγίου Πνεύματος» (#33) Αυτά λοιπόν κήρυττε ο Παπισμός μέσω των «αλάθητων» Πάπων...
 Οι παπικοί «άγιοι» που ζούσαν τότε, όχι μόνο δεν εναντιώνονταν σε αυτό το θεσμό, αλλά συχνά έκαιγαν οι ίδιοι τους αιρετικούς ή παραπονιόνταν γιατί οι αιρέσεις δεν καταπιέζονταν όσο θα έπρεπε. Ο «άγιος» Πάπας Πίος ο Ε΄ (1566-1572) ήταν ιεροεξεταστής και ένας από τους πιο αμείλικτους διώκτες των ετερόδοξων. Ο «άγιος» Ρομπέρτος Μπελλαρμίν (1542-1621), ένας από τους «Δόκτωρες της Εκκλησίας», ήταν επίσης ιεροεξεταστής... Αυτούς τους ανθρώπους προσκυνάνε οι Παπικοί, αυτοί είναι τα υποδείγματά τους. Είναι ή δεν είναι πλανημένοι και μάλιστα βαρύτατα;
 Είναι κρίμα που οι περισσότεροι ταυτίζουν αυτή τη θρησκεία, που έφερε τόσα δεινά στην ανθρωπότητα, με το Χριστιανισμό. O Χριστός όμως είπε, (Κατά Μάρκον, Κεφ. Η΄ «34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. »)
ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΠΑΣ ΑΛΑΘΗΤΟΣ
Το βιβλίο του Πρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, «Πως έγινε ο Πάπας «αλάθητος»», είναι μια κριτική παρουσίαση έρευνας του ρωμαιοκαθολικού θεολόγου-ιστορικού Α. Μπ. Χάσλερ που έγραψε ένα βιβλίο-βόμβα στα σπλάγχνα του παπισμού και εκδόθηκε από τις Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις. Μπορεί κανείς να το μελετήσει, μεταμορφώνοντας το, από την βιβλιοθήκη του Απολογητή.
ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ Α΄
Από πολύ παλιά η δύση θεμελίωσε την φιλοσοφία και τη ζωή της διαρχικά, πάνω στην «ανάλυση» της ανθρώπινης οντότητας σε δυο διιστάμενα συστατικά, σε «πνεύμα (ψυχή)» και σε «σώμα». Την «ανάλυση» αυτή την ακολούθησε σειρά επιλογών : Τα «θρησκευτικά» και ιδεαλιστικά συστήματα επέλεξαν ως χώρο τους το «πνεύμα», και έτσι τα επακολουθήσαντα υλιστικά συστήματα βρήκαν ανοιχτό το δρόμο για την εναγκάλιση του δεύτερου συστατικού, απορρίπτοντας ή παραθεωρώντας το πρώτο. Βλέπουμε χαρακτηριστικά ότι η Μαρξιστική σκέψη θεωρεί το σπιρτουαλισμό, -το σύστημα που θεωρεί οντολογικά πρωτεύον το πνεύμα - ως αχώριστο συστατικό της θρησκείας (Βλ. π.χ. Μ. Ρόζενταλ - Π. Γιουντίν «Φιλοσοφικό λεξικό» εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα 1963, σελ.492).
Από τη μια τα εκ Δύσεως διανοητικά δάνειά μας, και από την άλλη οι πολιτιστικές αναζητήσεις, φέρνουν το θέμα του «πνευματικού ανθρώπου» στο κέντρο της ζωής μας. Έτσι σήμερα ο όρος «πνευματικός» έχει εμπεδωθεί μοναχά ως αντίθετος (ή έστω ως συμπληρωματικός) του όρου «σωματικός-υλικός» και δηλώνει γενικά τις νοητικές (ή «άυλες») λειτουργίες του ανθρώπου. Μιλώντας κάποιος για «πνευματικοποίηση» του ανθρώπου, εννοεί την έξαρση αυτών των λειτουργιών συχνά σε βάρος της λειτουργίας του σώματος, της ύλης. Διαιωνίζεται με αυτόν τον τρόπο μια διαρχία και διάσταση-διάσπαση της ανθρώπινης καθολικότητας. Ο αντιλήψεις αυτές (που μέσα από τους αιώνες στήριξαν ακόμη και αντίπαλες πλευρές) ξεκινούν από την Πλατωνική αντίληψη της ανθρώπινης ψυχής, του πνεύματος, ως απόρροιας της ουσίας του Θεού, με φυσική συγγένεια προς το Θεό και τις ιδιότητές του (άυλο, αιώνιο, αθάνατο, ασώματο κ.λ.π.).
Στην ορθόδοξη όμως θεώρηση, ο άνθρωπος είναι μία τόσο έντονη ψυχοσωματική ανάκραση, ώστε να μην είναι απλώς συνύπαρξη δυο διαφορετικών στοιχείων (σώματος και ψυχής), αλλά μια βαθειά ενότητα αυτών των στοιχείων των οποίων οι λειτουργίες αλληλοπεριχωρούνται (Μ.Αθανάσιος, Μάξιμος κ.λ.π.). «Η ψυχή και το πνεύμα» γράφει ο Ειρηναίος «μπορεί να είναι τμήματα του ανθρώπου, αλλά ποτέ άνθρωπος». Ο άνθρωπος εξ’ αρχής πλάστηκε ψυχοσωματικά, ώστε κανένα συστατικό του να μην διεκδικεί οντολογικά πρωτεία.
Βασική προϋπόθεση της ορθόδοξης ανθρωπολογίας είναι ότι και το σώμα και η ψυχή του ανθρώπου είναι κτιστά, που κλήθηκαν στην ύπαρξη από το Θεό και μένουν στην ύπαρξη χάριτι. Έχουμε δηλαδή εντελώς διαφορετική τοποθέτηση από την πρωτοαναφερθείσα πλατωνική. «Το πνεύμα του ανθρώπου δεν είναι ξεχωριστό από την ανθρώπινη φύση και ουσία» (Αθανάσιος).
Β΄ Ας επιτραπεί εδώ μια συμβολή στο τεράστιο θέμα του κτιστού της ψυχής, σε αντίθεση προς την πλατωνίζουσα απόλυτη αντίληψη περί θείου, άυλου, ασωμάτου και αθανάτου της ψυχής.
Στην ερμηνεία της Β΄ επιστολής του Πέτρου, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ξεκαθαρίζοντας τη χρήση του όρου «άυλος, ασώματος κ.λ.π» από την εκκλησιαστική γραμματεία αναφέρει : «Και οι δαίμονες, ομοίως και οι Άγγελοι και αι ψυχαί δεν είναι πάντη (δηλ. απόλυτα) ασώματα και πάντη άυλα. Μόνος δε πάντη άυλος και ασώματος είναι ο Θεός…δεν είναι ταύτα πάντη άυλα, αλλά είναι πνεύματα λεπτόσωμα».
Νωρίτερα ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τον οποίον παραθέτει ο Νικόδημος, είχε υπογραμμίσει τα ίδια, διευκρινίζοντας ότι ασώματοι λέγονται οι Άγγελοι μόνο σε αναφορά -σύγκριση προς την δική μας παχύτητα. Αντίστοιχα, θα λέγαμε, το ανθρώπινο πνεύμα είναι άυλο μόνο σε αναφορά προς την παχύτητα της σάρκας μας- όλα αυτά, βέβαια, χωρίς να ταυτίζουν οι πατέρες την ποιότητα του σώματος με της ψυχής.
Ο Νικόδημος τα λόγια του, που αποτελούν τολμηρή έκπληξη για τη δυαρχική διανόησή ας, τα επιβεβαιώνει με παραπομπή του στην «Αγία και Οικουμενική Ζ΄ Σύνοδο». Στα πρακτικά της Συνόδου (Ε΄ πράξη) βλέπουμε ότι διαβάστηκε το βιβλίο του Ιωάννου επισκόπου Θεσσαλονίκης που εξέθετε διάλογο με Έλληνα (Εθνικό) για το επιτρεπτό του εικονισμού : «Ὁ ἅγιος εἶπε, περὶ τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων καὶ τῶν ὑπὲρ τούτους, ἁγίων δυνάμεων, προσθήσθω δὲ καὶ τὰ ἡμετέρας ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, νοεροὺς μὲν αὐτοὺς ἡ καθολικὴ ἐκκλησία γινώσκει, οὐ μὴν ἀσωμάτους πάντη καὶ ἀοράτους, ὣς ὑμεῖς οἱ Ἕλληνές φατε… Μόνο γὰρ ὣς ἀληθῶς τὸ θεῖον ἀσώματον καὶ ἀπερίγραπτον, τὰ δὲ νοερὰ κτίσματα οὐ πάντη ἀσώματα καὶ ἀόρατα ὣς τὸ θεῖον». Μάρτυρες της πίστης αυτής φέρονται και «Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ ἐν ἁγίοις Ἀθανάσιος καὶ ὁ μέγας Μεθόδιος, καὶ οἱ ἀμφ’ αὐτοὺς». Ο Νικόδημος στο «πηδάλιό» του, γράφοντας σχετικά με την Ζ΄ Σύνοδο, αυξάνει τις μαρτυρίες. «Καὶ ὁ θεῖος Ἰλάριος λέγει ὅτι πᾶν κτιστόν, ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ καὶ σωματικὸν».
Ο Μεθόδιος Ολύμπου έχει μια ρηξικέλευθη, εντυπωσιακή και πολύ σύγχρονη ψυχοβιολογική θέση: αν η ψυχή ήταν απόλυτα ασώματη, δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε σύνδεση, αλληλοπεριχώρηση και κράση με το σώμα. Κάτι που λέει επιγραμματικά ο Μακάριος Αιγύπτιος : «Ἕκαστον κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν σῶμά ἐστιν, ὁ Ἄγγελος, ἡ ψυχή, ὁ δαίμων. Ὥσπερ γὰρ ἐν ὑποστάσει τουτὶ τὸ σῶμα παχύ ἐστι, οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ σῶμα οὖσα λεπτόν, περιέλαβε καὶ ἐνεδύσατο τὰ μέλη τοῦδε τοῦ σώματος».
Γ΄ Η δυτική, εξ’ άλλου, δικανική σχέση ανθρώπου και Θεού, από την μια καθορίζει την τωρινή ζωή μας ως ευκαιρία εφαρμογής ενός νομικού κώδικα εντολών και από την άλλη τοποθετεί την λογιστική ανταμοιβή μας στην «άλλη ζωή». Η ορθόδοξη όμως εμπειρία μαρτυρεί για τον αγώνα του ανθρώπου για ίαση της πεπτωκυίας φύσης του και για την πραγμάτωση της Θέωσης, της Θεανθρωποίησης του ανθρώπου που θα πραγματοποιηθεί πλήρως στην καθολική μεταμόρφωση της δεύτερης έλευσης του Χριστού, αλλά που οι απαρχές της ριζώνουν εδώ και τώρα. Μας βεβαιώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ότι «οἱ τοιαύτην θεοτερπὴ καὶ θεάρεστον πολιτείαν μεταχειριζόμενοι Χριστιανοί, λαμβάνουσιν μὲν ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν τὸν αἰῶνι ἐλπιζομένης θεώσεως… θέλουν δὲ λαμβάνουν καὶ τὴν τελείαν καὶ ὀλικωτάτην θέωσιν μετὰ θάνατον, καὶ μετὰ τὴν κοινὴν ἀνάστασιν».
Η εμπειρία της θέωσης ταυτίζεται με την θέα του ακτίστου θείου φωτός, αλλά και με τη συμμετοχή του ανθρώπου στην φανέρωσή του. Ο άνθρωπος επανέρχεται στη σωστή λειτουργία του «κατ’ εἰκόνα» και καθρεπτίζει με τη σειρά του -αντανακλά -το φως που δέχεται από τον Τριαδικό Θεό. Ο «Ἁγιορείτικος Τόμος ὑπὲρ τῶν ἠσυχαζόντων» απέρριψε ως λαθεμένη την αντίληψη ότι η ένωση με το Θεό μπορεί να επιτευχθεί «μόνη τῇ μιμήσει τε καὶ σχέσει χωρὶς τῆς θεοποιοῦ χάριτος τοῦ Πνεύματος», και καθορίζει «τὴν θεοποιὸν Χάριν τοῦ Θεοῦ» ως «ἕλλαμψιν ὑπερφυὰ καὶ ἀπόρρητον καὶ θείαν ἐνέργειαν, ὁρωμένην ἀοράτως τοῖς ἠξιωμένης, καὶ νοουμένην ἀπερινοήτως».
Η εικονογραφία καταφάσκει την προεκτεθείσα εμπειρία της Εκκλησίας. Στη δυτική θρησκευτική ζωγραφική, όπου απουσιάζει -κάτω από την δικανική θεώρηση- η καθολικά μεταμορφούσα δύναμη, την αγιότητα ενός προσώπου την φανερώνει μονάχα το φωτοστέφανό του. Η τοποθέτησή του πάνω από το κεφάλι του εικονιζομένου, έτσι ώστε να «υπερίπταται» σε μορφή ελειψοειδούς κύκλου χωρίς να αγγίζει το ανθρώπινο σώμα, δείχνει την αντίληψη μιας αγιότητας που συνίσταται στην εξωτερική επιβράβευση, την ταμειακά παρεχόμενη, και που αφήνει ανέγγιχτη την ανθρώπινη φύση.
Στη Ορθόδοξη εικονογραφία, αντίθετα, την αγιότητα -θέωση- τη ζει και τη φανερώνει όλο το ανθρώπινο σώμα. Γι’ αυτό, το φωτοστέφανο, όπου υπάρχει (κυρίως μετά τον Γ΄ αιώνα), ξεκινά από, και τελειώνει στους ώμους του εικονιζομένου που έγινε «δοχείο του Αγίου Πνεύματος», και που συχνά ενεργεί πραγματική σωματική φεγγοβολία, ξεχειλίζοντας από την παρουσία του Πνεύματος.
Μήπως δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν τις απαρχές ενός διαλόγου με τις αναζητήσεις της εποχής μας αυτές οι φοβερές εισηγήσεις της ορθόδοξης εικονογραφίας μας που μυσταγωγούν τη «μετασκευή», τη μεταμόρφωση του ανθρώπινου σώματος, «Τοῖς ἀνυψώσασι τὸν νοῦν πρὸς τὸν Θεὸν», λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «…καὶ ἡ σὰρξ μετασκευαζομένη συνανυψούται τε καὶ συναπολαύει τῆς θεία Κοινωνίας», γεννούν το φωτοστέφανό τους δεν εκφράζουν απλά ένα συμβολισμό της εσχατολογικής θέωσης, αλλά και την πραγμάτωσή της από τώρα : το φωτοστέφανο παίρνει κυριολεκτικά περιεχόμενο και δίνει την πατερική μαρτυρία σε αυτούς που μέμφονται τον Χριστιανισμό ότι προοβλέπει μονάχα στην «άλλη ζωή». «Εἰ γὰρ συμμεθέξει (δηλ. κατά την τελική ανάστασή μας) τότε τῇ ψυχῇ τὸ σῶμα τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν, καὶ νυν δήπου συμμεθέξει, κατὰ τὸ ἐγχωροῦν, τῆς χορηγουμένης μυστικὼς καὶ ἀπορρήτως ὑπὸ τοῦ Θεοῦ χάριτος τῷ κεκαθαρμένων νῷ, καὶ αὐτὸ (δηλ. το σώμα) τὰ θεῖα πείσεται (δηλ. θα υποστεί τη θεία αλλοίωση)».
Αυτή τη νέα πραγματικότητα του σώματος τη βρίσκουμε και σε άπειρα αρχαία και νεότερα ασκητικά Συναξάρια από τα οποία και ο ενδεικτικός ερανισμός :
Ρώτησε, μας λέει το Γεροντικό, ο Αββάς Λωτ τον γέροντα Ιωσήφ, τι θα πρέπει να κάνει παραπάνω από την προσευχή και την άσκησή του. «Ἀναστὰς οὖν ὁ γέρων, ἤπλωσε τάς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ γεγόνασιν οἱ δάκτυλοι αὐτοῦ, ὣς δέκα λαμπάδες πυρός, καὶ λέγει αὐτῷ, εἰ θέλεις, γενοῦ ὅλος ὣς πῦρ».
Ο Όσιος Ευθύμιος (980 μ.Χ.) «ἐφάνη καὶ ὣς στῦλος πυρὸς πύρινος ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Μεταμορφώσεως, ὅτε ἐλειτούργει ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῇ οὔσῃ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνος», ενώ η μορφή του αγιορείτη Γέροντα Καλλίνικου (1853-1930) έλαμπε σα να «αντίκρυζες τον Μωϋσή που είχε κατέβει από το Σινά».
Δ΄ Στην ορθόδοξη λοιπόν προοπτική, «πνευματικός άνθρωπος» είναι ο Πνευματοφόρος, αυτός που έχει γεμίσει από την παρουσία του Αγίου Πνερύματος. «Ο πνευματικός άνθρωπος», επιβεβαιώνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «αποτελείται από τρία. Από χάρη του επουρανίου Πνεύματος, από λογική ψυχή και από γήινο σώμα». «Εκείνος είναι και λέγεται πνευματικός άνθρωπος, όποιος ενεργείται από το Άγιο Πνεύμα». Η χρήση δηλαδή αυτού του όρου από την ορθόδοξη παράδοση, δεν δηλώνει έξαρση του ενός ανθρώπινου συστατικού σε βάρος του άλλου, αλλά θέωση και των δύο.
Ο Πνευματικός άνθρωπος παύει να είναι είτε «σωματικός» είτε «ψυχικός», δηλαδή δεν δουλαγωγείται από ένα από τα δύο του συστατικά. Και το ανθρώπινο σώμα καλείται όχι σε εκμηδενισμό, αλλά σε ανανέωση. «Ταύτην (δηλ. τη σάρκα) ὁ Κύριος ἦλθεν ζωοποιῶν, ἵνα ὣς ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνῄσκομεν, ὅτι ψυχικοί, ἐν τῷ Χριστὸ ζήσωμεν, ὅτι πνευματικοί, ἀποθέμενοι οὐ τὸ πλάσμα Θεοῦ, (δηλ. τη σάρκα), ἀλλὰ τάς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, καὶ προσλαμβάνοντες τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον».
Η εμμονή της ορθοδοξίας στην καθολικότητα του ανθρώπου καταφαίνεται και στο θέμα της τελικής ανάστασής μας. Χαρακτηριστικά διαπιστώνει ο Ιουστίνος : «Αν ο Θεός είχε καλέσει τον άνθρωπο στην ζωή και στην ανάσταση, τότε πρέπει να δεχτούμε ότι ο Θεός δεν κάλεσε ένα μόνο τμήμα του ανθρώπου, αλλά το σύνολο, που είναι η ψυχή και το σώμα».
Σαφέστατα και αντιπροσωπευτικά διευκρινίζει και ο Άγιος Μεθόδιος Ολύμπου τα λόγια του Αποστόλου Παύλου σχετικά με το «πνευματικό σώμα» που θα έχουμε κατά την καθολική ανάσταση (κείμενο πολύ επίκαιρο και για σημερινές παρόμοιες «απορίες» και κηρυγματικές ανακρίβειες): «Σῶμα λέγεται πνευματικόν, οὐ τὸ λεπτομερὲς καὶ ἀερῶδες,…ἀλλὰ πνευματικὸν λέγεται τὸ χωροῦν πᾶσαν τοῦ ἁγίου πνεύματος τὴν ἐνέργειαν καὶ κοινωνίαν, ὥσπερ οἰνηρὸν καὶ ἐλαιηρὸν σκεῦος καλεῖται τὸ τοῦτον χωρητικόν. Ἀναλόγως οὖν καὶ ψυχικὸν ἐκάλεσε τὸ τῇ ψυχῇ καὶ οὐ πνεύματι ἁγίω διοικούμενον».
Στις μέρες μας που η «πνευματικότητα» ευνουχίζεται ταυτιζόμενη είτε με τον ιδεαλισμό είτε με τα ακαδημαϊκά πτυχία, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα η ορθόδοξη μαρτυρία και ο αγώνας «ἵνα ἐξουσιαζόμενος ὁ νοῦς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἁγιασθῇ καὶ τὸ σῶμα διὰ τῆς μετοχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Πηγή: Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Δρας Θεολογίας, πτ. Νομικής, Καθηγητού Α.Ε.Σ.Α, «Σύναξη» 5 (1983)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου